αφκιασίδωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφκιασίδωτος η αφκιασίδωτη το αφκιασίδωτο
      γενική του αφκιασίδωτου της αφκιασίδωτης του αφκιασίδωτου
    αιτιατική τον αφκιασίδωτο την αφκιασίδωτη το αφκιασίδωτο
     κλητική αφκιασίδωτε αφκιασίδωτη αφκιασίδωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφκιασίδωτοι οι αφκιασίδωτες τα αφκιασίδωτα
      γενική των αφκιασίδωτων των αφκιασίδωτων των αφκιασίδωτων
    αιτιατική τους αφκιασίδωτους τις αφκιασίδωτες τα αφκιασίδωτα
     κλητική αφκιασίδωτοι αφκιασίδωτες αφκιασίδωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφκιασίδωτος < α- + φκιασιδώνω + -τος < φκιασίδι < φτιασίδι < μεσαιωνική ελληνική φτειάνω / φθειάνω < εὐθειάζω < αρχαία ελληνική εὐθεία, θηλυκό του εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: < (ελληνιστική κοινή) φυκίασις < αρχαία ελληνική φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι / αφκιασίδωτος)

Επίθετο

αφκιασίδωτος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.