αφηρωισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αφηρωισμός οι αφηρωισμοί
      γενική του αφηρωισμού των αφηρωισμών
    αιτιατική τον αφηρωισμό τους αφηρωισμούς
     κλητική αφηρωισμέ αφηρωισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφηρωισμός < λόγιο: αφ- (από) + ήρωας + -ισμός

Ουσιαστικό

αφηρωισμός αρσενικό

  • η εξύψωση ενός νεκρού σε ήρωα προς τον οποίο απονέμονται θρησκευτικές και άλλες τιμές

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.