αφηρωισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφηρωισμένος | η | αφηρωισμένη | το | αφηρωισμένο |
| γενική | του | αφηρωισμένου | της | αφηρωισμένης | του | αφηρωισμένου |
| αιτιατική | τον | αφηρωισμένο | την | αφηρωισμένη | το | αφηρωισμένο |
| κλητική | αφηρωισμένε | αφηρωισμένη | αφηρωισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφηρωισμένοι | οι | αφηρωισμένες | τα | αφηρωισμένα |
| γενική | των | αφηρωισμένων | των | αφηρωισμένων | των | αφηρωισμένων |
| αιτιατική | τους | αφηρωισμένους | τις | αφηρωισμένες | τα | αφηρωισμένα |
| κλητική | αφηρωισμένοι | αφηρωισμένες | αφηρωισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αφηρωισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αφηρωίζω
Μετοχή
αφηρωισμένος -η -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.