αφηρωίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αφηρωίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

αφηρωίζω, παθητικό: αφηρωίζομαι, παθητική μετοχή: αφηρωισμένος

  • μετατρέπω κάποιον σε ήρωα προς τον οποίο απονέμεται λατρεία

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.