ηρωοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ηρωοποίηση | οι | ηρωοποιήσεις |
| γενική | της | ηρωοποίησης* | των | ηρωοποιήσεων |
| αιτιατική | την | ηρωοποίηση | τις | ηρωοποιήσεις |
| κλητική | ηρωοποίηση | ηρωοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ηρωοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηρωοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
ηρωοποίηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.