αφεντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφεντικός η αφεντική το αφεντικό
      γενική του αφεντικού της αφεντικής του αφεντικού
    αιτιατική τον αφεντικό την αφεντική το αφεντικό
     κλητική αφεντικέ αφεντική αφεντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφεντικοί οι αφεντικές τα αφεντικά
      γενική των αφεντικών των αφεντικών των αφεντικών
    αιτιατική τους αφεντικούς τις αφεντικές τα αφεντικά
     κλητική αφεντικοί αφεντικές αφεντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφεντικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀφεντικός < ελληνιστική κοινή αὐθεντικός < αρχαία ελληνική αὐθέντης[1] / αὐτοέντης < αὐτός +‎ *ἕντης (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *senh₁-: ετοιμάζω, επιτυγχάνω)

Επίθετο

αφεντικός, -ή, -ό

  • (σπάνιο) που έχει σχέση με τον αφέντη, αναφέρεται σ’ αυτόν ή ανήκει σ’ αυτόν

Συνώνυμα

Ουσιαστικό

αφεντικός αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.