αὐτοέντης
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
αὐτοέντης
<
αὐτός
+
ἕντης
Ουσιαστικό
αὐτοέντης
αρσενικό
ή
αὐθέντης
φονιάς
,
αυτουργός
Συγγενικά
αὐθέντης
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.