αφειδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφειδία οι αφειδίες
      γενική της αφειδίας των αφειδιών
    αιτιατική την αφειδία τις αφειδίες
     κλητική αφειδία αφειδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφειδία < αρχαία ελληνική ἀφειδία

Ουσιαστικό

αφειδία θηλυκό

  1. (σπάνιο) (αρχαιοπρεπές) η ιδιότητα του αφειδούς, η έλλειψη φειδούς
  2. (σπάνιο) (αρχαιοπρεπές) αφθονία
  3. (σπάνιο) (αρχαιοπρεπές) γαλαντομία, γενναιοδωρία
  4. (σπάνιο) (αρχαιοπρεπές) (γραμματική) η έλλειψη βραχυλογίας
     αντώνυμα: βραχυλογία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.