ξαρμύρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξαρμύρισμα | τα | ξαρμυρίσματα |
| γενική | του | ξαρμυρίσματος | των | ξαρμυρισμάτων |
| αιτιατική | το | ξαρμύρισμα | τα | ξαρμυρίσματα |
| κλητική | ξαρμύρισμα | ξαρμυρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ξαρμύρισμα ουδέτερο (πιο συνηθισμένο στον ενικό)
- η διαδικασία κατά την οποία αφαιρείται όλο ή μέρος του αλατιού που είχε ένα τρόφιμο
- ξαλμύρισμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ξαρμυρίζω
Μεταφράσεις
ξαρμύρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.