αφηγούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αφηγούμαι < αρχαία ελληνική ἀφηγοῦμαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fiˈɣu.me/
Ρήμα
αφηγούμαι (αποθετικό ρήμα)
- λέω, αναφέρω, παρουσιάζω γεγονότα με συνεχή ροή λόγου
- ο ναυτικός μάς αφηγήθηκε όλα τα δραματικά γεγονότα από το ναυάγιο
- (κατ’ επέκταση) παρουσιάζω μια ιστορία με εικόνες που μπορεί να συνοδεύονται από λόγο
- η τελευταία ταινία του σκηνοθέτη αφηγείται την ιστορία ενός περιθωριακού νέου
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αφηγημένος
- αφήγηση
- αφηγητής
- αφηγηματικός
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αφηγούμαι | αφηγούμουν | θα αφηγούμαι | να αφηγούμαι | ||
| β' ενικ. | αφηγείσαι | αφηγούσουν | θα αφηγείσαι | να αφηγείσαι | ||
| γ' ενικ. | αφηγείται | αφηγούνταν | θα αφηγείται | να αφηγείται | ||
| α' πληθ. | αφηγούμαστε | αφηγούμασταν αφηγούμαστε |
θα αφηγούμαστε | να αφηγούμαστε | ||
| β' πληθ. | αφηγείστε | αφηγούσασταν αφηγούσαστε |
θα αφηγείστε | να αφηγείστε | αφηγείστε | |
| γ' πληθ. | αφηγούνται | αφηγούνταν | θα αφηγούνται | να αφηγούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αφηγήθηκα | θα αφηγηθώ | να αφηγηθώ | αφηγηθεί | ||
| β' ενικ. | αφηγήθηκες | θα αφηγηθείς | να αφηγηθείς | αφηγήσου | ||
| γ' ενικ. | αφηγήθηκε | θα αφηγηθεί | να αφηγηθεί | |||
| α' πληθ. | αφηγηθήκαμε | θα αφηγηθούμε | να αφηγηθούμε | |||
| β' πληθ. | αφηγηθήκατε | θα αφηγηθείτε | να αφηγηθείτε | αφηγηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αφηγήθηκαν αφηγηθήκαν(ε) |
θα αφηγηθούν(ε) | να αφηγηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αφηγηθεί | είχα αφηγηθεί | θα έχω αφηγηθεί | να έχω αφηγηθεί | αφηγημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αφηγηθεί | είχες αφηγηθεί | θα έχεις αφηγηθεί | να έχεις αφηγηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αφηγηθεί | είχε αφηγηθεί | θα έχει αφηγηθεί | να έχει αφηγηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αφηγηθεί | είχαμε αφηγηθεί | θα έχουμε αφηγηθεί | να έχουμε αφηγηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αφηγηθεί | είχατε αφηγηθεί | θα έχετε αφηγηθεί | να έχετε αφηγηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αφηγηθεί | είχαν αφηγηθεί | θα έχουν αφηγηθεί | να έχουν αφηγηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.