αφάνταστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφάνταστος η αφάνταστη το αφάνταστο
      γενική του αφάνταστου της αφάνταστης του αφάνταστου
    αιτιατική τον αφάνταστο την αφάνταστη το αφάνταστο
     κλητική αφάνταστε αφάνταστη αφάνταστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφάνταστοι οι αφάνταστες τα αφάνταστα
      γενική των αφάνταστων των αφάνταστων των αφάνταστων
    αιτιατική τους αφάνταστους τις αφάνταστες τα αφάνταστα
     κλητική αφάνταστοι αφάνταστες αφάνταστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφάνταστος < (ελληνιστική κοινή) ἀφάνταστος

Επίθετο

αφάνταστος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.