αυτοπρόσωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοπρόσωπος η αυτοπρόσωπη το αυτοπρόσωπο
      γενική του αυτοπρόσωπου της αυτοπρόσωπης του αυτοπρόσωπου
    αιτιατική τον αυτοπρόσωπο την αυτοπρόσωπη το αυτοπρόσωπο
     κλητική αυτοπρόσωπε αυτοπρόσωπη αυτοπρόσωπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοπρόσωποι οι αυτοπρόσωπες τα αυτοπρόσωπα
      γενική των αυτοπρόσωπων των αυτοπρόσωπων των αυτοπρόσωπων
    αιτιατική τους αυτοπρόσωπους τις αυτοπρόσωπες τα αυτοπρόσωπα
     κλητική αυτοπρόσωποι αυτοπρόσωπες αυτοπρόσωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυτοπρόσωπος < (ελληνιστική κοινή) αὐτοπρόσωπος

Επίθετο

αυτοπρόσωπος, -η, -ο

  • που γίνεται με την παρουσία του ίδιου του προσώπου, χωρίς πληρεξούσιο
    Για την σύναψή συμφώνου συμβίωσης είναι απαραίτητη η αυτοπρόσωπη παρουσία των ενδιαφερόμενων μερών ενώπιον συμβολαιογράφου.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.