αυτοπροσωπογραφούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοπροσωπογραφούμαι < αυτοπροσωπογράφος + -ούμαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοπροσωπογραφούμαι | αυτοπροσωπογραφούμουν | θα αυτοπροσωπογραφούμαι | να αυτοπροσωπογραφούμαι | ||
| β' ενικ. | αυτοπροσωπογραφείσαι | αυτοπροσωπογραφούσουν | θα αυτοπροσωπογραφείσαι | να αυτοπροσωπογραφείσαι | ||
| γ' ενικ. | αυτοπροσωπογραφείται | αυτοπροσωπογραφούνταν | θα αυτοπροσωπογραφείται | να αυτοπροσωπογραφείται | ||
| α' πληθ. | αυτοπροσωπογραφούμαστε | αυτοπροσωπογραφούμασταν αυτοπροσωπογραφούμαστε |
θα αυτοπροσωπογραφούμαστε | να αυτοπροσωπογραφούμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοπροσωπογραφείστε | αυτοπροσωπογραφούσασταν αυτοπροσωπογραφούσαστε |
θα αυτοπροσωπογραφείστε | να αυτοπροσωπογραφείστε | αυτοπροσωπογραφείστε | |
| γ' πληθ. | αυτοπροσωπογραφούνται | αυτοπροσωπογραφούνταν | θα αυτοπροσωπογραφούνται | να αυτοπροσωπογραφούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοπροσωπογραφήθηκα | θα αυτοπροσωπογραφηθώ | να αυτοπροσωπογραφηθώ | αυτοπροσωπογραφηθεί | ||
| β' ενικ. | αυτοπροσωπογραφήθηκες | θα αυτοπροσωπογραφηθείς | να αυτοπροσωπογραφηθείς | αυτοπροσωπογραφήσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοπροσωπογραφήθηκε | θα αυτοπροσωπογραφηθεί | να αυτοπροσωπογραφηθεί | |||
| α' πληθ. | αυτοπροσωπογραφηθήκαμε | θα αυτοπροσωπογραφηθούμε | να αυτοπροσωπογραφηθούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοπροσωπογραφηθήκατε | θα αυτοπροσωπογραφηθείτε | να αυτοπροσωπογραφηθείτε | αυτοπροσωπογραφηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοπροσωπογραφήθηκαν αυτοπροσωπογραφηθήκαν(ε) |
θα αυτοπροσωπογραφηθούν(ε) | να αυτοπροσωπογραφηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοπροσωπογραφηθεί | είχα αυτοπροσωπογραφηθεί | θα έχω αυτοπροσωπογραφηθεί | να έχω αυτοπροσωπογραφηθεί | αυτοπροσωπογραφημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοπροσωπογραφηθεί | είχες αυτοπροσωπογραφηθεί | θα έχεις αυτοπροσωπογραφηθεί | να έχεις αυτοπροσωπογραφηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοπροσωπογραφηθεί | είχε αυτοπροσωπογραφηθεί | θα έχει αυτοπροσωπογραφηθεί | να έχει αυτοπροσωπογραφηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοπροσωπογραφηθεί | είχαμε αυτοπροσωπογραφηθεί | θα έχουμε αυτοπροσωπογραφηθεί | να έχουμε αυτοπροσωπογραφηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοπροσωπογραφηθεί | είχατε αυτοπροσωπογραφηθεί | θα έχετε αυτοπροσωπογραφηθεί | να έχετε αυτοπροσωπογραφηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοπροσωπογραφηθεί | είχαν αυτοπροσωπογραφηθεί | θα έχουν αυτοπροσωπογραφηθεί | να έχουν αυτοπροσωπογραφηθεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοπροσωπογραφούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.