σέλφι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σέλφι < (άμεσο δάνειο) αγγλική selfie
Ουσιαστικό
σέλφι θηλυκό ή ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) η φωτογραφία που βγάζει κάποιος τον εαυτό του, πολλές φορές μέσα από έναν καθρέφτη, με το κινητό του ή άλλη φωτογραφική μηχανή
- ※ Μετά τα φωτογραφικά αυτοπορτρέτα των διασήμων, γνωστά ως σέλφι (selfie), που έχουν κατακλύσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σειρά πήραν τα «άσι» (usie). Με πρώτο συνθετικό το «εμείς», τα usie δεν είναι τίποτε άλλο από διπλά σέλφι στα οποία διάσημα και πολύ ερωτευμένα ζευγάρια ποζάρουν και αυτοφωτογραφίζονται μαζί σε εικόνες για το facebook, το twitter και το instagram. (*)
- (νεολογισμός) η διαδικασία της παραπάνω φωτογράφισης και η ανάρτησή της σε κοινωνικά δίκτυα
Συνώνυμα
- αυτοφωτογραφία / αυτοφωτογράφιση
Συγγενικά
- σελφίτιδα
- σελφοκόνταρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.