αὐτονομία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | αὐτονομίᾱ | αἱ | αὐτονομίαι |
| γενική | τῆς | αὐτονομίᾱς | τῶν | αὐτονομιῶν |
| δοτική | τῇ | αὐτονομίᾳ | ταῖς | αὐτονομίαις |
| αιτιατική | τὴν | αὐτονομίᾱν | τὰς | αὐτονομίᾱς |
| κλητική ὦ! | αὐτονομίᾱ | αὐτονομίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐτονομίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αὐτονομίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αὐτονομία < αὐτονομέομαι
Ουσιαστικό
αὐτονομία θηλυκό
- η ανεξαρτησία, η διαβίωση με κανόνες και νόμους που δεν καθορίζονται από άλλους
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.