αυτοδιαχειρίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αυτοδιαχειρίζομαι < αυτο- + διαχειρίζομαι (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική autogérer)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.fto.ði̯a.çiˈɾi.zo.me/ & /a.fto.ðʝa.çiˈɾi.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυτοδιαχειρίζομαι

Ρήμα

αυτοδιαχειρίζομαι, μτχ.π.ε.: αυτοδιαχειριζόμενος, π.αόρ.: αυτοδιαχειρίστηκα (αποθετικό)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αυτός, διαχειρίζομαι, χειρίζομαι και χέρι

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.