αυτοδιαχειριζόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοδιαχειριζόμενος η αυτοδιαχειριζόμενη το αυτοδιαχειριζόμενο
      γενική του αυτοδιαχειριζόμενου της αυτοδιαχειριζόμενης του αυτοδιαχειριζόμενου
    αιτιατική τον αυτοδιαχειριζόμενο την αυτοδιαχειριζόμενη το αυτοδιαχειριζόμενο
     κλητική αυτοδιαχειριζόμενε αυτοδιαχειριζόμενη αυτοδιαχειριζόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοδιαχειριζόμενοι οι αυτοδιαχειριζόμενες τα αυτοδιαχειριζόμενα
      γενική των αυτοδιαχειριζόμενων των αυτοδιαχειριζόμενων των αυτοδιαχειριζόμενων
    αιτιατική τους αυτοδιαχειριζόμενους τις αυτοδιαχειριζόμενες τα αυτοδιαχειριζόμενα
     κλητική αυτοδιαχειριζόμενοι αυτοδιαχειριζόμενες αυτοδιαχειριζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

αυτοδιαχειριζόμενος



Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.