εταιρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εταιρία | οι | εταιρίες |
| γενική | της | εταιρίας | των | εταιριών |
| αιτιατική | την | εταιρία | τις | εταιρίες |
| κλητική | εταιρία | εταιρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.