αυτάρκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | αυτάρκης | το | αύταρκες | ||
| γενική | του/της | αυτάρκους* | του | αυτάρκους | ||
| αιτιατική | τον/την | αυτάρκη | το | αύταρκες | ||
| κλητική | αυτάρκη | αύταρκες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | αυτάρκεις | τα | αυτάρκη | ||
| γενική | των | αυτάρκων | των | αυτάρκων | ||
| αιτιατική | τους/τις | αυτάρκεις | τα | αυτάρκη | ||
| κλητική | αυτάρκεις | αυτάρκη | ||||
| * Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτάρκης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτάρκης. Με πρόθημα αυτ- → και δείτε τη λέξη αὐτάρκης
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈftaɾ.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐τάρ‐κης
- ομόηχο: αυτάρκεις
Επίθετο
αυτάρκης, αυτάρκης, αύταρκες
- που ικανοποιεί μόνος του τις ανάγκες του
- ↪ Η χώρα είναι αυτάρκης σε γεωργικά προϊόντα και δεν έχει ανάγκη εισαγωγών.
Μεταφράσεις
αυτάρκης
Πηγές
- αυτάρκης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αυτάρκης - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.