αυθυποβολή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυθυποβολή | οι | αυθυποβολές |
| γενική | της | αυθυποβολής | των | αυθυποβολών |
| αιτιατική | την | αυθυποβολή | τις | αυθυποβολές |
| κλητική | αυθυποβολή | αυθυποβολές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυθυποβολή < αυθ- + υποβολή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική autosuggestion[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fθi.po.voˈli/
Ουσιαστικό
αυθυποβολή θηλυκό
- (ψυχολογία) το να υποβάλλει κάποιος στον εαυτό του μια σκέψη ή ιδέα, κι αυτό να δρα περιοριστικά πάνω του
- το εξάνθημα είχε προκληθεί από άγχος και θεραπεύτηκε με αυθυποβολή
Συγγενικά
- αυθυποβάλλομαι
- → δείτε τις λέξεις αυτός, υποβάλλω και βάλλω
Μεταφράσεις
αυθυποβολή
|
Αναφορές
- αυθυποβολή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.