ατσαλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατσαλωμένος η ατσαλωμένη το ατσαλωμένο
      γενική του ατσαλωμένου της ατσαλωμένης του ατσαλωμένου
    αιτιατική τον ατσαλωμένο την ατσαλωμένη το ατσαλωμένο
     κλητική ατσαλωμένε ατσαλωμένη ατσαλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατσαλωμένοι οι ατσαλωμένες τα ατσαλωμένα
      γενική των ατσαλωμένων των ατσαλωμένων των ατσαλωμένων
    αιτιατική τους ατσαλωμένους τις ατσαλωμένες τα ατσαλωμένα
     κλητική ατσαλωμένοι ατσαλωμένες ατσαλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατσαλωμένος : μετοχή παθητικού παρακειμένου ατσαλώνω

Μετοχή

ατσαλωμένος, -η, -ο

  1. επενδυμένος με ατσάλι
  2. (μεταφορικά) ενισχυμένος, δυναμωμένος

Συνώνυμα

  • χαλυβδωμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.