επενδυμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επενδυμένος | η | επενδυμένη | το | επενδυμένο |
| γενική | του | επενδυμένου | της | επενδυμένης | του | επενδυμένου |
| αιτιατική | τον | επενδυμένο | την | επενδυμένη | το | επενδυμένο |
| κλητική | επενδυμένε | επενδυμένη | επενδυμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επενδυμένοι | οι | επενδυμένες | τα | επενδυμένα |
| γενική | των | επενδυμένων | των | επενδυμένων | των | επενδυμένων |
| αιτιατική | τους | επενδυμένους | τις | επενδυμένες | τα | επενδυμένα |
| κλητική | επενδυμένοι | επενδυμένες | επενδυμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επενδυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επενδύω
Μεταφράσεις
επενδυμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.