ατροφικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατροφικότητα οι ατροφικότητες
      γενική της ατροφικότητας των ατροφικοτήτων
    αιτιατική την ατροφικότητα τις ατροφικότητες
     κλητική ατροφικότητα ατροφικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ατροφικότητα < ατροφικός + -ότητα

Ουσιαστικό

ατροφικότητα θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος ατροφικός, η ιδιότητα του ατροφικού
  2. ατροφία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.