ασφυξιογόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασφυξιογόνος | η | ασφυξιογόνα | το | ασφυξιογόνο |
| γενική | του | ασφυξιογόνου | της | ασφυξιογόνας | του | ασφυξιογόνου |
| αιτιατική | τον | ασφυξιογόνο | την | ασφυξιογόνα | το | ασφυξιογόνο |
| κλητική | ασφυξιογόνε | ασφυξιογόνα | ασφυξιογόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασφυξιογόνοι | οι | ασφυξιογόνες | τα | ασφυξιογόνα |
| γενική | των | ασφυξιογόνων | των | ασφυξιογόνων | των | ασφυξιογόνων |
| αιτιατική | τους | ασφυξιογόνους | τις | ασφυξιογόνες | τα | ασφυξιογόνα |
| κλητική | ασφυξιογόνοι | ασφυξιογόνες | ασφυξιογόνα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασφυξιογόνος < ασφυξία + -ο- + -γόνος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική asphyxiant)
Επίθετο
ασφυξιογόνος, -α / -ος, -ο
- που οδηγεί στην ασφυξία, που την προκαλεί
- (ουσιαστικοποιημένο) ασφυξιογόνο: αέριο που προκαλεί ασφυξία
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
Επίθετο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.