ασφυκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασφυκτικός | η | ασφυκτική | το | ασφυκτικό |
| γενική | του | ασφυκτικού | της | ασφυκτικής | του | ασφυκτικού |
| αιτιατική | τον | ασφυκτικό | την | ασφυκτική | το | ασφυκτικό |
| κλητική | ασφυκτικέ | ασφυκτική | ασφυκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασφυκτικοί | οι | ασφυκτικές | τα | ασφυκτικά |
| γενική | των | ασφυκτικών | των | ασφυκτικών | των | ασφυκτικών |
| αιτιατική | τους | ασφυκτικούς | τις | ασφυκτικές | τα | ασφυκτικά |
| κλητική | ασφυκτικοί | ασφυκτικές | ασφυκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασφυκτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ασφυκτικός
- που εμποδίζει την αναπνοή
- (μεταφορικά) που περιορίζει πάρα πολύ την κίνηση ή την ανάπτυξη
Μεταφράσεις
ασφυκτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.