ασφυκτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασφυκτικός η ασφυκτική το ασφυκτικό
      γενική του ασφυκτικού της ασφυκτικής του ασφυκτικού
    αιτιατική τον ασφυκτικό την ασφυκτική το ασφυκτικό
     κλητική ασφυκτικέ ασφυκτική ασφυκτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασφυκτικοί οι ασφυκτικές τα ασφυκτικά
      γενική των ασφυκτικών των ασφυκτικών των ασφυκτικών
    αιτιατική τους ασφυκτικούς τις ασφυκτικές τα ασφυκτικά
     κλητική ασφυκτικοί ασφυκτικές ασφυκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασφυκτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ασφυκτικός

  1. που εμποδίζει την αναπνοή
  2. (μεταφορικά) που περιορίζει πάρα πολύ την κίνηση ή την ανάπτυξη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.