ασφυχτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασφυχτικός η ασφυχτική το ασφυχτικό
      γενική του ασφυχτικού της ασφυχτικής του ασφυχτικού
    αιτιατική τον ασφυχτικό την ασφυχτική το ασφυχτικό
     κλητική ασφυχτικέ ασφυχτική ασφυχτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασφυχτικοί οι ασφυχτικές τα ασφυχτικά
      γενική των ασφυχτικών των ασφυχτικών των ασφυχτικών
    αιτιατική τους ασφυχτικούς τις ασφυχτικές τα ασφυχτικά
     κλητική ασφυχτικοί ασφυχτικές ασφυχτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασφυχτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ασφυχτικός, -ή, -ό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.