ασυνδεσιμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυνδεσιμικός | η | ασυνδεσιμική | το | ασυνδεσιμικό |
| γενική | του | ασυνδεσιμικού | της | ασυνδεσιμικής | του | ασυνδεσιμικού |
| αιτιατική | τον | ασυνδεσιμικό | την | ασυνδεσιμική | το | ασυνδεσιμικό |
| κλητική | ασυνδεσιμικέ | ασυνδεσιμική | ασυνδεσιμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυνδεσιμικοί | οι | ασυνδεσιμικές | τα | ασυνδεσιμικά |
| γενική | των | ασυνδεσιμικών | των | ασυνδεσιμικών | των | ασυνδεσιμικών |
| αιτιατική | τους | ασυνδεσιμικούς | τις | ασυνδεσιμικές | τα | ασυνδεσιμικά |
| κλητική | ασυνδεσιμικοί | ασυνδεσιμικές | ασυνδεσιμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασυνδεσιμικός < α- + συνδεσιμικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική connectionless
Επίθετο
ασυνδεσιμικός
- (δίκτυο υπολογιστών) connectionless: χωρίς την εγκαθίδρυση σταθερής σύνδεσης, με αποστολή και λήψη δεδομενογραμμάτων (datagrams) αυθαίρετα, χωρίς επιβεβαίωση αν παραλήφθηκαν, συνήθως με λιγότερη αξιοπιστία από μια σταθερή σύνδεση, αλλά με περισσότερη απλότητα και ταχύτητα
Συνώνυμα
- ασυνδεσιστρεφής
- ασυνδεσμικός
Αντώνυμα
- συνδεσιμικός
- συνδεσμικός
- συνδεσιστρεφής
Μεταφράσεις
ασυνδεσιμικός
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.