ανακολουθία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανακολουθία | οι | ανακολουθίες |
| γενική | της | ανακολουθίας | των | ανακολουθιών |
| αιτιατική | την | ανακολουθία | τις | ανακολουθίες |
| κλητική | ανακολουθία | ανακολουθίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανακολουθία < (ελληνιστική κοινή) ἀνακολουθία < (ελληνιστική κοινή) ἀνακόλουθος
Ουσιαστικό
ανακολουθία θηλυκό
- ασυνέπεια, έλλειψη ειρμού, αντιφάσεις
- Αν θέλεις να κάνουμε οικονομία, πώς θα πάρουμε καινούργια τηλεόραση; Διακρίνω μια ανακολουθία εδώ
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ανακολουθία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.