ἀστραπή

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀστραπή αἱ ἀστραπαί
      γενική τῆς ἀστραπῆς τῶν ἀστραπῶν
      δοτική τῇ ἀστραπ ταῖς ἀστραπαῖς
    αιτιατική τὴν ἀστραπήν τὰς ἀστραπᾱ́ς
     κλητική ! ἀστραπή ἀστραπαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀστραπᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἀστραπαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀστραπή < ἀστήρ, ἀστέρος + ὀπή (στη σημασία «βλέμμα», στον Όμηρο: ἀστεροπή) < ὄψ (όψη), με πιθανή κυριολεκτική σημασία του σύνθετου «βλέμμα του αστεριού» [1]

Ουσιαστικό

ἀστραπή θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) (ως φυσικό φαινόμενο) αστραπή
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 94.4
    οὗτοι οἱ αὐτοὶ Θρήικες καὶ πρὸς βροντήν τε καὶ ἀστραπὴν τοξεύοντες ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀπειλέουσι τῷ θεῷ,
    Οι ίδιοι αυτοί Θράκες, όταν βροντά κι αστράφτει, ρίχνοντας βέλη ψηλά προς τον ουρανό φοβερίζουν το θεό,
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 70.1
    καὶ ξυνέβη βροντάς τε ἅμα τινὰς γενέσθαι καὶ ἀστραπὰς καὶ ὕδωρ πολύ,
    Έτυχε ν᾽ αστράψει και να βροντήσει και να πέσει δυνατή βροχή.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
  2. (γενικότερα) ζωηρή λάμψη, οποιοδήποτε έντονο φως
  3. (μεταφορικά) λάμψη των ματιών
      2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 13, 16 564b-564c, @scaife.perseus, @el.wikisource
    Σοφοκλῆς δέ που περὶ τοῦ κάλλους τοῦ Πέλοπος διαλεγομένην ποιήσας τὴν Ἱπποδάμειάν φησιν τοίαν Πέλοψ ἴυγγα θηρατηρίαν ἔρωτος, ἀστραπὴν τιν’ ὀμμάτων ἔχει ᾗ θάλπεται μὲν αὐτός, ἐξοπτᾷ δ’ ἐμέ,

Παράγωγα

παράγωγα και σύνθετα

  • ἀναστράπτω
  • ἀνταστράπτω
  • ἀπαστράπτω
  • ἀστραπαῖος
  • ἀστραπηβολέω
  • ἀστραπηβόλος
  • ἀστραπηδόν
  • ἀστραπηφορέω
  • ἀστραπηφόρος
  • ἀστράπιος
  • ἀστραποειδής
  • ἀστραπόπληκτος
  • ἀστραπτικός
  • ἀστράπτω & σύνθετα
  • διαστράπτω
  • ἐξαστράπτω
  • ἐναστράπτω
  • ἐπαστράπτω
  • καταστράπτω
  • περιαστράπτω
  • προσαστράπτω
  • συναστράπτω
  • ὑπαστράπτω
  • ὑπεραστράπτω

Αναφορές

  1. αστραπή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.