ασπρόρουχο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασπρόρουχο τα ασπρόρουχα
      γενική του ασπρόρουχου των ασπρόρουχων
    αιτιατική το ασπρόρουχο τα ασπρόρουχα
     κλητική ασπρόρουχο ασπρόρουχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασπρόρουχο < άσπρος + -ο- + ρούχο

Ουσιαστικό

ασπρόρουχο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.