ασουρές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασουρές οι ασουρέδες
      γενική του ασουρέ των ασουρέδων
    αιτιατική τον ασουρέ τους ασουρέδες
     κλητική ασουρέ ασουρέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασουρές < τουρκική aşure < αραβική عاشوراء (ʿāšūrāʾ) (δέκατος, δέκατη μέρα) (η δέκατη μέρα του πρώτου ισλαμικού μήνα Muharram)

Ουσιαστικό

ασουρές αρσενικό ή ασουρέ

  • (γαστρονομία) γλυκό που παρασκευάζεται από σπόρους, όσπρια, σιτάρι, ξηρούς καρπούς και φρούτα και σερβίρεται πασπαλισμένο με κανέλα και γαρνιρισμένο με ξηρούς καρπούς

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.