ασουρές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ασουρές | οι | ασουρέδες |
| γενική | του | ασουρέ | των | ασουρέδων |
| αιτιατική | τον | ασουρέ | τους | ασουρέδες |
| κλητική | ασουρέ | ασουρέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.JPG.webp)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ασουρές αρσενικό ή ασουρέ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.