Νώε
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Νώε < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή נוח < ρίζα נ־ו־ח (n-w-ḥ) / נ־ח (n-ḥ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈno.e/
Κύριο όνομα
Νώε αρσενικό άκλιτο
- (θρησκεία) ο δέκατος και τελευταίος πριν τον κατακλυσμό πατριάρχης των Εβραίων, γιος του Λάμεχ και εγγονός του Μαθουσάλα
-
Νώε στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.