ασκούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασκούμενος | η | ασκούμενη | το | ασκούμενο |
| γενική | του | ασκούμενου | της | ασκούμενης | του | ασκούμενου |
| αιτιατική | τον | ασκούμενο | την | ασκούμενη | το | ασκούμενο |
| κλητική | ασκούμενε | ασκούμενη | ασκούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασκούμενοι | οι | ασκούμενες | τα | ασκούμενα |
| γενική | των | ασκούμενων | των | ασκούμενων | των | ασκούμενων |
| αιτιατική | τους | ασκούμενους | τις | ασκούμενες | τα | ασκούμενα |
| κλητική | ασκούμενοι | ασκούμενες | ασκούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
ασκούμενος, -η, -ο
- αυτός που ασκείται σε ένα επάγγελμα, καθώς ασκείται
- Ως ασκούμενος δικηγόρος δεν βγάζει ουτε 500 ευρώ το μήνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.