ασκούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ασκούμαι, παθητική φωνή του ασκώ

Ρήμα

ασκούμαι

  1. ασκώ τον εαυτό μου
    ο μοναχός ασκείται με τη νηστεία και την προσευχή
  2. με ασκούν
    ασκείται βία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.