ασκούμαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ασκούμαι
, παθητική φωνή του
ασκώ
Ρήμα
ασκούμαι
ασκώ
τον εαυτό μου
ο μοναχός
ασκείται
με τη νηστεία και την προσευχή
με
ασκούν
ασκείται
βία
Μεταφράσεις
ασκούμαι
γαλλικά
:
s'exercer
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.