ασήκωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασήκωτος | η | ασήκωτη | το | ασήκωτο |
| γενική | του | ασήκωτου | της | ασήκωτης | του | ασήκωτου |
| αιτιατική | τον | ασήκωτο | την | ασήκωτη | το | ασήκωτο |
| κλητική | ασήκωτε | ασήκωτη | ασήκωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασήκωτοι | οι | ασήκωτες | τα | ασήκωτα |
| γενική | των | ασήκωτων | των | ασήκωτων | των | ασήκωτων |
| αιτιατική | τους | ασήκωτους | τις | ασήκωτες | τα | ασήκωτα |
| κλητική | ασήκωτοι | ασήκωτες | ασήκωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈsi.ko.tos/
Επίθετο
ασήκωτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί κανείς να τον σηκώσει, πολύ βαρύς
- (μεταφορικά) που δεν αντέχεται, ανυπόφορος
- ασήκωτος καημός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.