σηκωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σηκωτός | η | σηκωτή | το | σηκωτό |
| γενική | του | σηκωτού | της | σηκωτής | του | σηκωτού |
| αιτιατική | τον | σηκωτό | τη | σηκωτή | το | σηκωτό |
| κλητική | σηκωτέ | σηκωτή | σηκωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σηκωτοί | οι | σηκωτές | τα | σηκωτά |
| γενική | των | σηκωτών | των | σηκωτών | των | σηκωτών |
| αιτιατική | τους | σηκωτούς | τις | σηκωτές | τα | σηκωτά |
| κλητική | σηκωτοί | σηκωτές | σηκωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
σηκωτός, -ή, -ό
- που τον σηκώνουν στα χέρια
- δεν τον κράταγαν τα πόδια του να κατέβει τη σκάλα και, αναγκαστικά, τον κατέβασαν σηκωτό
- (ειδικότερα) που τον απομακρύνουν από κάπου με τη βία
- πείραξε κάποιον μέσα στο μπαρ και τον πήρανε σηκωτό από κει
χρήση
- παίρνω / πάω / μεταφέρω / φέρνω κάποιον σηκωτό
- βγαίνω / έρχομαι / μπαίνω σηκωτός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.