αρχιμανδρίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχιμανδρίτης | οι | αρχιμανδρίτες |
| γενική | του | αρχιμανδρίτη | των | αρχιμανδριτών |
| αιτιατική | τον | αρχιμανδρίτη | τους | αρχιμανδρίτες |
| κλητική | αρχιμανδρίτη | αρχιμανδρίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρχιμανδρίτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχιμανδρίτης < ἀρχι- + μάνδρ(α) (στη σημασία: μονή) + -ίτης[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.çi.manˈðɾi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐μαν‐δρί‐της
Ουσιαστικό
αρχιμανδρίτης αρσενικό
- (εκκλησιαστικός όρος, αξίωμα) εκκλησιαστικός τίτλος που φέρουν οι μοναχοί που έχουν χειροτονηθεί ιερείς-πρεσβύτεροι ή οι άγαμοι ή χήροι κληρικοί
Συγγενικά
- αρχιμανδρείο
- Αρχιμανδρίτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
αρχιμανδρίτης
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- αρχιμανδρίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αρχιμανδρίτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αρχιμανδρίτης - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.