μάνδρα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μάνδρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μάνδρα
Ουσιαστικό
μάνδρα θηλυκό
Πηγές
- μάνδρα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μάνδρᾱ | αἱ | ...?...αι |
| γενική | τῆς | μάνδρᾱς | τῶν | μανδρῶν |
| δοτική | τῇ | μάνδρᾳ | ταῖς | μάνδραις |
| αιτιατική | τὴν | μάνδρᾱν | τὰς | μάνδρᾱς |
| κλητική ὦ! | μάνδρᾱ | ...?...αι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μάνδρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μάνδραιν | ||
| Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού. | ||||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μάνδρα < πιθανόν σημιτικής προέλευσης, αλλά ίσως και από το μάνδαλος ή το μανδάκης (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
μάνδρα θηλυκό
- περιφραγμένη περιοχή
- μαντρί, στάβλος
- ※ Ώσπερ πρόβατον της μάνδρας εξερχόμενον (Ασκητικά, Ισαάκ Σύρος, περίπου 613-700 )
Πηγές
- μάνδρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάνδρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.