ἀρχιμανδρίτης

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀρχιμανδρίτης οἱ ἀρχιμανδρῖται
      γενική τοῦ ἀρχιμανδρίτου τῶν ἀρχιμανδριτῶν
    αιτιατική τὸν ἀρχιμανδρίτην τοὺς ἀρχιμανδρίτας
     κλητική ! ἀρχιμανδρῖτα ἀρχιμανδρῖται
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀρχιμανδρίτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχιμανδρίτης < ἀρχι- + μάνδρ(α) (μονή) + -ίτης[1]

Ουσιαστικό

ἀρχιμανδρίτης αρσενικό

  • ἀρχίμανδρος

Συγγενικά

  • ἀρχιμανδρεύω
  • ἀρχιμανδριτάτον
  • ἀρχιμανδριτεύω

  • ἀρχιδιάκονος
  • ἀρχιεπίσκοπος
  • ἀρχιεράρχης

Αναφορές

  1. αρχιμανδρίτης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀρχιμανδρίτης οἱ ἀρχιμανδρῖται
      γενική τοῦ ἀρχιμανδρίτου τῶν ἀρχιμανδριτῶν
      δοτική τῷ ἀρχιμανδρίτ τοῖς ἀρχιμανδρίταις
    αιτιατική τὸν ἀρχιμανδρίτην τοὺς ἀρχιμανδρίτᾱς
     κλητική ! ἀρχιμανδρῖτ ἀρχιμανδρῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρχιμανδρίτ
γεν-δοτ τοῖν  ἀρχιμανδρίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀρχιμανδρίτης, λέξη του 4ου αιώνα < ἀρχι- + μάνδρ(α) (μονή) + -ίτης[1]

Ουσιαστικό

ἀρχιμανδρίτης, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  • (εκκλησιαστικός όρος, αξίωμα) διοικητής, επόπτης μονής
      4ος κε αιώνας Ἀκάκιος καὶ Παῦλος (Acacius et Paulus), Epistula ad Epiphanium, PG Επιμ:Migne, 153.13
    Ἐπιστολή γραφεῖσα ἐν τῷ ἐνενηκοστῷ δευτέρῳ ἔτει τῆς Διοκλητιανοῦ βασιλείας [] Παρὰ Ἀκακίου καὶ Παύλου πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιμανδριτῶν, τουτέστι πατέρων μοναστηρίων
      4ος κε αιώνας Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Epistulae ad Castorem, @catholiclibrary.org
    Καὶ ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας παρακαλῶν ἐδέχθη παρὰ τοῦ ἀρχιμανδρίτου, ὃς παραδίδωσιν αὐτῷ ὡς γέροντι, καὶ εἰς μηδὲν ἄλλο χρησιμεύοντι, τὴν τοῦ κήπου φροντίδα καὶ ἐπιμέλειαν, μετὰ καὶ ἄλλου ἀδελφοῦ, ᾧτινι ὑποτασσόμενος τὴν περιπόθητον αὐτῷ ταπεί νωσιν καὶ ὑπακοὴν ἐξετέλει.

Αναφορές

  1. αρχιμανδρίτης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.