αρχειοθέτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρχειοθέτηση | οι | αρχειοθετήσεις |
| γενική | της | αρχειοθέτησης* | των | αρχειοθετήσεων |
| αιτιατική | την | αρχειοθέτηση | τις | αρχειοθετήσεις |
| κλητική | αρχειοθέτηση | αρχειοθετήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αρχειοθετήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρχειοθέτηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αρχειοθέτηση θηλυκό
- η τοποθέτηση και τακτοποίηση εγγράφων ή άλλων αντικειμένων σε ένα αρχείο
- κωδικοποιημένη ταξινόμηση προϊόντων με βάση την ονοματοδοσία τους για εύκολη εξεύρεση συναφών προϊόντων από κατάλογο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.