αρχειοφυλάκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρχειοφυλάκιο τα αρχειοφυλάκια
      γενική του αρχειοφυλακίου
& αρχειοφυλάκιου
των αρχειοφυλακίων
    αιτιατική το αρχειοφυλάκιο τα αρχειοφυλάκια
     κλητική αρχειοφυλάκιο αρχειοφυλάκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχειοφυλάκιο < αρχειοφύλακας + -ιο

Ουσιαστικό

αρχειοφυλάκιο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.