αρχαιόπρεπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχαιόπρεπος η αρχαιόπρεπη το αρχαιόπρεπο
      γενική του αρχαιόπρεπου της αρχαιόπρεπης του αρχαιόπρεπου
    αιτιατική τον αρχαιόπρεπο την αρχαιόπρεπη το αρχαιόπρεπο
     κλητική αρχαιόπρεπε αρχαιόπρεπη αρχαιόπρεπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχαιόπρεποι οι αρχαιόπρεπες τα αρχαιόπρεπα
      γενική των αρχαιόπρεπων των αρχαιόπρεπων των αρχαιόπρεπων
    αιτιατική τους αρχαιόπρεπους τις αρχαιόπρεπες τα αρχαιόπρεπα
     κλητική αρχαιόπρεποι αρχαιόπρεπες αρχαιόπρεπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρχαιόπρεπος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αρχαιόπρεπος, -η, -ο

  • ο μιμούμενος αρχαία πρότυπα, ο αρχαιοπρεπής
      Ο θρήνος του είναι ένας λιτός, αρχαιόπρεπος θρήνος (Νέα Εστία, τόμος 46, 1949, σελ. 1269)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.