αρχαΐζων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρχαΐζων & αρχαΐζοντας |
η | αρχαΐζουσα | το | αρχαΐζον |
| γενική | του | αρχαΐζοντος & αρχαΐζοντα |
της | αρχαΐζουσας & αρχαϊζούσης* |
του | αρχαΐζοντος |
| αιτιατική | τον | αρχαΐζοντα | την | αρχαΐζουσα | το | αρχαΐζον |
| κλητική | αρχαΐζων & αρχαΐζοντα |
αρχαΐζουσα | αρχαΐζον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρχαΐζοντες | οι | αρχαΐζουσες | τα | αρχαΐζοντα |
| γενική | των | αρχαϊζόντων | των | αρχαϊζουσών | των | αρχαϊζόντων |
| αιτιατική | τους | αρχαΐζοντες | τις | αρχαΐζουσες | τα | αρχαΐζοντα |
| κλητική | αρχαΐζοντες | αρχαΐζουσες | αρχαΐζοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
αρχαΐζων, -ουσα, -ον
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αρχαΐζω
- άλλες μορφές: αρχαΐζοντας
Συγγενικά
- αρχαΐζουσα (γλώσσα)
- αρχαϊστικός
- → δείτε τις λέξεις αρχαΐζω και αρχαίος
Μεταφράσεις
αρχαΐζων
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.