αρχαΐζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αρχαΐζω < (ελληνιστική κοινή) ἀρχαΐζω

Ρήμα

αρχαΐζω

  1. μιμούμαι την γλώσσα, την έκφραση, τον πολιτισμό κ.λπ. των αρχαίων
  2. μιλάω χρησιμοποιώντας αρχαίες, αρχαιοπρεπείς ή παρωχημένες λέξεις, φράσεις κ.λπ.

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.