αρχαϊστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρχαϊστικός | η | αρχαϊστική | το | αρχαϊστικό |
| γενική | του | αρχαϊστικού | της | αρχαϊστικής | του | αρχαϊστικού |
| αιτιατική | τον | αρχαϊστικό | την | αρχαϊστική | το | αρχαϊστικό |
| κλητική | αρχαϊστικέ | αρχαϊστική | αρχαϊστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρχαϊστικοί | οι | αρχαϊστικές | τα | αρχαϊστικά |
| γενική | των | αρχαϊστικών | των | αρχαϊστικών | των | αρχαϊστικών |
| αιτιατική | τους | αρχαϊστικούς | τις | αρχαϊστικές | τα | αρχαϊστικά |
| κλητική | αρχαϊστικοί | αρχαϊστικές | αρχαϊστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρχαϊστικός < αρχαΐζω
Ουσιαστικό
αρχαϊστικός ουδέτερο
- ο κατά μίμηση των αρχαίων τρόπων ή προτύπων
- αρχαϊστική έκφραση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.