αρπακόλλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η αρπακόλλα
      γενική της αρπακόλλας
    αιτιατική την αρπακόλλα
     κλητική αρπακόλλα
Συνήθως στην ονομαστική πτώση.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρπακόλλα < προστακτική άρπα (αρπάζω) και κόλλα (κολλάω)[1]

Ουσιαστικό

αρπακόλλα θηλυκό, μόνο στον ενικό ή άκλιτο ή άρπα κόλλα

  1. (αργκό) (λαϊκότροπο) η βιαστική, τσαπατσούλικη και άτεχνη δουλειά ή εργασία
  2. (αργκό) (λαϊκότροπο) (πληροφορική) η διαδικασία της αντιγραφής - επικόλλησης

Συγγενικά

Ουσιαστικό

αρπακόλλα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.