διαρπάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαρπάζω < αρχαία ελληνική διαρπάζω < διά + ἁρπάζω

Ρήμα

διαρπάζω

  1. κλέβω, αφαιρώ βίαια
  2. λεηλατώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.