αρπακτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρπακτικός | η | αρπακτική | το | αρπακτικό |
| γενική | του | αρπακτικού | της | αρπακτικής | του | αρπακτικού |
| αιτιατική | τον | αρπακτικό | την | αρπακτική | το | αρπακτικό |
| κλητική | αρπακτικέ | αρπακτική | αρπακτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρπακτικοί | οι | αρπακτικές | τα | αρπακτικά |
| γενική | των | αρπακτικών | των | αρπακτικών | των | αρπακτικών |
| αιτιατική | τους | αρπακτικούς | τις | αρπακτικές | τα | αρπακτικά |
| κλητική | αρπακτικοί | αρπακτικές | αρπακτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρπακτικός < (ελληνιστική κοινή) ἁρπακτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.