αρπαγμένος

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρπαγμένος η αρπαγμένη το αρπαγμένο
      γενική του αρπαγμένου της αρπαγμένης του αρπαγμένου
    αιτιατική τον αρπαγμένο την αρπαγμένη το αρπαγμένο
     κλητική αρπαγμένε αρπαγμένη αρπαγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρπαγμένοι οι αρπαγμένες τα αρπαγμένα
      γενική των αρπαγμένων των αρπαγμένων των αρπαγμένων
    αιτιατική τους αρπαγμένους τις αρπαγμένες τα αρπαγμένα
     κλητική αρπαγμένοι αρπαγμένες αρπαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

αρπαγμένος

  • μετοχή παθητικού παρακειμένου αρπάζω




Μεταφράσεις

    αρπαγμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.