υφαρπάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υφαρπάζω < αρχαία ελληνική ὑφαρπάζω < ὑφ- (ὑπό) + ἁρπάζω
Συγχρονικά υφ- (υπο-) + αρπάζω.

Ρήμα

υφαρπάζω, αόρ.: υφάρπαξα/υφήρπασα, παθ.φωνή: υφαρπάζομαι, π.αόρ.: υφαρπάχθηκα, μτχ.π.π.: υφαρπαγμένος

  1. οικειοποιούμαι κάτι που δεν είναι δικό μου με επιτήδειο τρόπο
    μου υφάρπαξε τα έγγραφα
  2. καταφέρνω να αποσπάσω κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
    δεν μπορείς να υφαρπάξεις τη συγκατάθεσή μου

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Και λόγιος αόριστος: υφήρπασα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.